πηδάλιο κλίσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηδάλιο κλίσης | τα | πηδάλια κλίσης |
γενική | του | πηδαλίου κλίσης | των | πηδαλίων κλίσης |
αιτιατική | το | πηδάλιο κλίσης | τα | πηδάλια κλίσης |
κλητική | πηδάλιο κλίσης | πηδάλια κλίσης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πηδάλιο κλίσης ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) αρθρωτό τμήμα στο πίσω άκρο της πτέρυγας του αεροπλάνου, το οποίο χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των διαμήκων στροφών.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηδάλιο κλίσης
|