πετροκοπιό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετροκοπιό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροκοπιό ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- Πετροκοπιό (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροκοπιό
|
Δείτε επίσης : Πετροκοπιό |
πετροκοπιό ουδέτερο
|