πετρελαιομηχανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετρελαιομηχανή < πετρελαιο- + -μηχανή• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετρελαιομηχανή θηλυκό
- (μηχανολογία) μηχανή (κινητήρας) που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το πετρέλαιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετρελαιομηχανή
|