πετούνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετούνια | οι | πετούνιες |
γενική | της | πετούνιας | των | (πετουνιών) |
αιτιατική | την | πετούνια | τις | πετούνιες |
κλητική | πετούνια | πετούνιες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετούνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική petunia < γαλλική pétunia < pétun < πορτογαλική petum (φυτό του καπνού) < γκουαρανί pety
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈtu.ɲa/ & /peˈtu.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐πε‐τού‐νι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετούνια θηλυκό
- (φυτό, λουλούδι) καλλωπιστικό φυτό καθώς και το άνθος του
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πετούνια στη Βικιπαίδεια