πεταλωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πεταλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με πεταλωτή, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτική: η τέχνη του πεταλωτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτικά: η αμοιβή του πεταλωτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεταλωτικός
|