Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περπατούρα < λείπει η ετυμολογία
 
περπατούρα μωρού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περπατούρα θηλυκό

  1. είδος οχήματος για μωρό που δεν ξέρει ακόμα να περπατά, στράτα
  2. βοήθημα βάδισης για άτομα με κινητικά προβλήματα
    → δείτε τη λέξη πι

  Μεταφράσεις επεξεργασία