περιφρονητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιφρονητής < μεσαιωνική ελληνική < περιφρονώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιφρονητής αρσενικό
- αυτός που περιφρονεί κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιφρονητής
|
περιφρονητής αρσενικό
|