Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιστεφανωμένος η περιστεφανωμένη το περιστεφανωμένο
      γενική του περιστεφανωμένου της περιστεφανωμένης του περιστεφανωμένου
    αιτιατική τον περιστεφανωμένο την περιστεφανωμένη το περιστεφανωμένο
     κλητική περιστεφανωμένε περιστεφανωμένη περιστεφανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιστεφανωμένοι οι περιστεφανωμένες τα περιστεφανωμένα
      γενική των περιστεφανωμένων των περιστεφανωμένων των περιστεφανωμένων
    αιτιατική τους περιστεφανωμένους τις περιστεφανωμένες τα περιστεφανωμένα
     κλητική περιστεφανωμένοι περιστεφανωμένες περιστεφανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

περιστεφανωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία