περισταλτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισταλτικότητα < περισταλτικός + -ότητα < ελληνιστική κοινή περισταλτικός < αρχαία ελληνική περιστέλλω < περί + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική peristalsis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περισταλτικότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις περισταλτικός, περιστέλλω και στέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περισταλτικότητα
|