περισπούδαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισπούδαστος < αρχαία ελληνική περισπούδαστος[1]
Επίθετο επεξεργασία
περισπούδαστος
- (λόγιο) που έχει γίνει κατόπιν μελέτης ενός θέματος κι εμβάθυνσης σ’ αυτό
- (ειρωνικό) σπουδαιοφανής
Συγγενικά επεξεργασία
- περισπούδαστα
- περισπουδάστως
- → δείτε τις λέξεις περί, σπουδάζω και σπουδή
Μεταφράσεις επεξεργασία
περισπούδαστος
|
- ↑ περισπούδαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)