Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιπτωσιολογία οι περιπτωσιολογίες
      γενική της περιπτωσιολογίας των περιπτωσιολογιών
    αιτιατική την περιπτωσιολογία τις περιπτωσιολογίες
     κλητική περιπτωσιολογία περιπτωσιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπτωσιολογία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιπτωσιολογία θηλυκό

  • ειδική, στοχευμένη, (όχι του γενικού πληθυσμού, όχι συγκριτική [δύναται να γίνει σύγκριση μετά το πέρας της μελέτης με άλλα δεδομένα που όμως δεν αποτελούν μέρος της περιπτωσιολογικής μελέτης]) συλλογή δεδομένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία