Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιοριστής οι περιοριστές
      γενική του περιοριστή των περιοριστών
    αιτιατική τον περιοριστή τους περιοριστές
     κλητική περιοριστή περιοριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιοριστής < περιορίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική limiteur[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιοριστής αρσενικό

  1. (σπάνιο) κάποιος που περιορίζει κάποιον ή κάτι
  2. (σπάνιο, τεχνολογία) κάτι που περιορίζει κάτι άλλο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. περιοριστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)