περινευρίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περινευρίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perineuritis < perineurium < αρχαία ελληνική περί + νεῦρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
περινευρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του περινεύριου
Μεταφράσεις επεξεργασία
περινευρίτιδα