Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιλαμπής η περιλαμπής το περιλαμπές
      γενική του περιλαμπούς* της περιλαμπούς του περιλαμπούς
    αιτιατική τον περιλαμπή την περιλαμπή το περιλαμπές
     κλητική περιλαμπή(ς) περιλαμπής περιλαμπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιλαμπείς οι περιλαμπείς τα περιλαμπή
      γενική των περιλαμπών των περιλαμπών των περιλαμπών
    αιτιατική τους περιλαμπείς τις περιλαμπείς τα περιλαμπή
     κλητική περιλαμπείς περιλαμπείς περιλαμπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιλαμπής < ελληνιστική κοινή περιλαμπής < περιλάμπω < αρχαία ελληνική περί + λάμπω

  Επίθετο επεξεργασία

περιλαμπής

  1. (σπάνιο) άλλη μορφή του περίλαμπρος
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) ξακουστός, περίφημος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία