Δείτε επίσης: περικύκλησις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περικύκλωσῐς αἱ περικυκλώσεις
      γενική τῆς περικυκλώσεως τῶν περικυκλώσεων
      δοτική τῇ περικυκλώσει ταῖς περικυκλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περικύκλωσῐν τὰς περικυκλώσεις
     κλητική ! περικύκλωσῐ περικυκλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περικυκλώσει
γεν-δοτ τοῖν  περικυκλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικύκλωσις < περικυκλόω / περικυκλῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περικύκλωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία