περικαταρρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
περικαταρρέω
- γκρεμίζομαι σε ερείπια
- καὶ τὰ τείχη περικαταρρέοντα
- καθάπερ οἱ σπάλακες οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐσθίοντες ἐν σκότῳ διαιτᾶσθε, περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ.
περικαταρρέω