περιηγήτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιηγήτρια < περιηγητής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιηγήτρια θηλυκό
- θηλυκό του περιηγητής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περιηγούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιηγήτρια
|