Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιαλγής η περιαλγής το περιαλγές
      γενική του περιαλγούς* της περιαλγούς του περιαλγούς
    αιτιατική τον περιαλγή την περιαλγή το περιαλγές
     κλητική περιαλγή(ς) περιαλγής περιαλγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιαλγείς οι περιαλγείς τα περιαλγή
      γενική των περιαλγών των περιαλγών των περιαλγών
    αιτιατική τους περιαλγείς τις περιαλγείς τα περιαλγή
     κλητική περιαλγείς περιαλγείς περιαλγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιαλγής < αρχαία ελληνική περιαλγής < περί + ἄλγος

  Επίθετο επεξεργασία

περιαλγής

  Μεταφράσεις επεξεργασία