Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιάπτω < περι- + ἅπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈa.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ά‐πτω

  Ρήμα επεξεργασία

περιάπτω, απαρ.: περιάψει, αόρ.: περίαψα, παθ.φωνή: περιάπτομαι, π.αόρ.: (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)

  1. (λόγιο) προσαρτώ, ειδικότερα: επισυνάπτω
    ※  Εναπόκειται κυρίως στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε οι επιχειρήσεις να εκπληρώνουν ορθά τις υποχρεώσεις τους […] να περιάψουν σε μικρή προθεσμία τον εκτελεστήριο τύπο όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής για το πρόστιμο […]
    Απόφαση αριθ.3716/83 Επιτοπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων @eur-lex-europa.eu, 1983.12.31.
  2. (παρωχημένο) κρεμώ επάνω μου φυλαχτό
    χρειάζεται παράθεμα
  3. (παρωχημένο, μεταφορικά) αποδίδω (σε κάποιον) ένα χαρακτηριστικό, συνήθως αρνητικό, προσάπτω
    χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιάπτω < περι- + ἅπτω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία