↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περατωμένος η περατωμένη το περατωμένο
      γενική του περατωμένου της περατωμένης του περατωμένου
    αιτιατική τον περατωμένο την περατωμένη το περατωμένο
     κλητική περατωμένε περατωμένη περατωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περατωμένοι οι περατωμένες τα περατωμένα
      γενική των περατωμένων των περατωμένων των περατωμένων
    αιτιατική τους περατωμένους τις περατωμένες τα περατωμένα
     κλητική περατωμένοι περατωμένες περατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περατώνω

περατωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία