περίσσεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίσσεια < (ελληνιστική κοινή) περισσεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περίσσεια θηλυκό
- (αρνητική σημασία) αχρείαστη αφθονία, πλεονασμός
- (ουδέτερη σημασία, δυνητικά θετική) το να μου μένει κάτι στην άκρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίσσεια
|