Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η περίνους το περίνουν
      γενική του/της περίνου του περίνου
    αιτιατική τον/την περίνου το περίνουν
     κλητική περίνους* περίνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίνοες τα περίνοα
      γενική των περινόων των περινόων
    αιτιατική τους/τις περίνοες τα περίνοα
     κλητική περίνοες περίνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίνους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίνους < περί- + -νους (νοῦς / νόος) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈɾi.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐νους

  Επίθετο επεξεργασία

περίνους, ους, -ουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίνους < περί- + -νους (νοῦς / νόος

  Επίθετο επεξεργασία

περίνους, ους, -ουν