πεπλόγλαυκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεπλόγλαυκα < πέπλ(ο) + -ό- + γλαύκα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈplo.ɣlaf.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πλό‐γλαυ‐κα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεπλόγλαυκα θηλυκό
- (πτηνό) γενική ονομασία για γλαυκόμορφα πουλιά που ανήκουν στους Τυτονίδες (Tytonidae), όπως οι κουκουβάγιες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Τυτώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεπλόγλαυκα
|