γλαύκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλαύκα | οι | γλαύκες |
γενική | της | γλαύκας | των | γλαυκών |
αιτιατική | τη | γλαύκα | τις | γλαύκες |
κλητική | γλαύκα | γλαύκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλαύκα < αρχαία ελληνική γλαῦξ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλαύκα θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλαύκα
→ δείτε τη λέξη κουκουβάγια |