πενταπλάσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πενταπλάσια < πενταπλάσιος
Επίρρημα επεξεργασία
πενταπλάσια
- πέντε φορές περισσότερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενταπλάσια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πενταπλάσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πενταπλάσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πενταπλάσιος