Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πενταπέταλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πενταπέταλ
ος
η
πενταπέταλ
η
το
πενταπέταλ
ο
γενική
του
πενταπέταλ
ου
της
πενταπέταλ
ης
του
πενταπέταλ
ου
αιτιατική
τον
πενταπέταλ
ο
την
πενταπέταλ
η
το
πενταπέταλ
ο
κλητική
πενταπέταλ
ε
πενταπέταλ
η
πενταπέταλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πενταπέταλ
οι
οι
πενταπέταλ
ες
τα
πενταπέταλ
α
γενική
των
πενταπέταλ
ων
των
πενταπέταλ
ων
των
πενταπέταλ
ων
αιτιατική
τους
πενταπέταλ
ους
τις
πενταπέταλ
ες
τα
πενταπέταλ
α
κλητική
πενταπέταλ
οι
πενταπέταλ
ες
πενταπέταλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πενταπέταλος
<
πεντα-
+
πέταλο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
πενταπέταλος, -η, -ο
(
βοτανική
) που έχει
πέντε
πέταλα
, που αποτελείται από
πέντε
πέταλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πενταπέταλος