Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελαγωμένος η πελαγωμένη το πελαγωμένο
      γενική του πελαγωμένου της πελαγωμένης του πελαγωμένου
    αιτιατική τον πελαγωμένο την πελαγωμένη το πελαγωμένο
     κλητική πελαγωμένε πελαγωμένη πελαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελαγωμένοι οι πελαγωμένες τα πελαγωμένα
      γενική των πελαγωμένων των πελαγωμένων των πελαγωμένων
    αιτιατική τους πελαγωμένους τις πελαγωμένες τα πελαγωμένα
     κλητική πελαγωμένοι πελαγωμένες πελαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγώνω

  Μετοχή επεξεργασία

πελαγωμένος, -η, -ο

  1. αμήχανος, που δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να κάνει
    Τίποτις δεν κατάλαβα... λέει πελαγωμένος ο Στρατής. (Μενέλαου Λουντέμη, Αγέλαστη Άνοιξη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία