πελαγωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πελαγώνω
Μετοχή επεξεργασία
πελαγωμένος, -η, -ο
- αμήχανος, που δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να κάνει
- Τίποτις δεν κατάλαβα... λέει πελαγωμένος ο Στρατής. (Μενέλαου Λουντέμη, Αγέλαστη Άνοιξη)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πελαγωμένος
|