Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πελάγρα οι πελάγρες
      γενική της πελάγρας των πελαγρών
    αιτιατική την πελάγρα τις πελάγρες
     κλητική πελάγρα πελάγρες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελάγρα < ιταλική pellagra[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1866

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈla.ɣɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λά‐γρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελάγρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία