πεισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεισμένος < μετοχή παρακειμένου του πείθομαι (χωρίς αναδιπλασιασμό)
Μετοχή επεξεργασία
πεισμένος -η -ο και πεπεισμένος
- που έχει πειστεί για κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεισμένος
→ δείτε τη λέξη πεπεισμένος |