πεινασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
πεινασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πεινασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πεινασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεινασμένος
πεινασμένων