Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεδινός η πεδινή το πεδινό
      γενική του πεδινού της πεδινής του πεδινού
    αιτιατική τον πεδινό την πεδινή το πεδινό
     κλητική πεδινέ πεδινή πεδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεδινοί οι πεδινές τα πεδινά
      γενική των πεδινών των πεδινών των πεδινών
    αιτιατική τους πεδινούς τις πεδινές τα πεδινά
     κλητική πεδινοί πεδινές πεδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεδινός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πεδινός

  Μεταφράσεις επεξεργασία