παχυλή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.çiˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐λή
- ομόηχο: παχυλοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παχυλή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παχυλή
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παχυλός