Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παχυδερμία οι παχυδερμίες
      γενική της παχυδερμίας των παχυδερμιών
    αιτιατική την παχυδερμία τις παχυδερμίες
     κλητική παχυδερμία παχυδερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχυδερμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχυδερμία, παχυ- + -δερμία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παχυδερμία θηλυκό

  1. (ιατρική) πάχυνση του δέρματος λόγω υπερπλασίας
  2. (μεταφορικά) αναισθησία, αναλγησία, απάθεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία