Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική patentare + < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-

  Ρήμα επεξεργασία

πατεντάρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία