πατασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατασμός | οι | πατασμοί |
γενική | του | πατασμού | των | πατασμών |
αιτιατική | τον | πατασμό | τους | πατασμούς |
κλητική | πατασμέ | πατασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατασμός αρσενικό