Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασμίνα οι πασμίνες
      γενική της πασμίνας των πασμίνων
    αιτιατική την πασμίνα τις πασμίνες
     κλητική πασμίνα πασμίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πασμίνες σε διάφορες αποχρώσεις

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασμίνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pashmina < περσική پشمینه (pašmina, μάλλινος) < پشم

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασμίνα θηλυκό

  • (ενδυμασία) ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος που μπορεί να φορεθεί ως σάλι ή κασκόλ, είναι σχετικά φαρδύ και έχει συνήθως μεταξωτή υφή

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία