πασαμέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασαμέντο < ιταλική passament < γαλλική passement < passer + -ment < δημώδης λατινική *passāre < λατινική passus < pando < πρωτοϊταλική *patnō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-
Ουσιαστικό επεξεργασία
πασαμέντο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πασαμέντο
|