Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρόραμα τα παροράματα
      γενική του παροράματος των παροραμάτων
    αιτιατική το παρόραμα τα παροράματα
     κλητική παρόραμα παροράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρόραμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρόραμα ουδέτερο

  • λάθος σε τυπωμένο κείμενο που προέρχεται από απροσεξία ή από αβλεψία

  Μεταφράσεις επεξεργασία