παρωνυχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρωνυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρωνυχία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾo.niˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρω‐νυ‐χί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρωνυχία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρωνυχία
Πηγές επεξεργασία
- παρωνυχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρωνυχίᾱ | αἱ | παρωνυχίαι |
γενική | τῆς | παρωνυχίᾱς | τῶν | παρωνυχιῶν |
δοτική | τῇ | παρωνυχίᾳ | ταῖς | παρωνυχίαις |
αιτιατική | τὴν | παρωνυχίᾱν | τὰς | παρωνυχίᾱς |
κλητική ὦ! | παρωνυχίᾱ | παρωνυχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρωνυχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρωνυχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές επεξεργασία
- παρωνυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.