Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωνυχία οι παρωνυχίες
      γενική της παρωνυχίας των παρωνυχιών
    αιτιατική την παρωνυχία τις παρωνυχίες
     κλητική παρωνυχία παρωνυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δάχτυλο χεριού με παρωνυχία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρωνυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρωνυχία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾo.niˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρω‐νυ‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρωνυχία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρωνυχί αἱ παρωνυχίαι
      γενική τῆς παρωνυχίᾱς τῶν παρωνυχιῶν
      δοτική τῇ παρωνυχί ταῖς παρωνυχίαις
    αιτιατική τὴν παρωνυχίᾱν τὰς παρωνυχίᾱς
     κλητική ! παρωνυχί παρωνυχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρωνυχί
γεν-δοτ τοῖν  παρωνυχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία