Δείτε επίσης: παροδικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρωδιακός η παρωδιακή το παρωδιακό
      γενική του παρωδιακού της παρωδιακής του παρωδιακού
    αιτιατική τον παρωδιακό την παρωδιακή το παρωδιακό
     κλητική παρωδιακέ παρωδιακή παρωδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρωδιακοί οι παρωδιακές τα παρωδιακά
      γενική των παρωδιακών των παρωδιακών των παρωδιακών
    αιτιατική τους παρωδιακούς τις παρωδιακές τα παρωδιακά
     κλητική παρωδιακοί παρωδιακές παρωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρωδιακός < παρωδία + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

παρωδιακός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία