Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρωδημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρωδημέν
ος
η
παρωδημέν
η
το
παρωδημέν
ο
γενική
του
παρωδημέν
ου
της
παρωδημέν
ης
του
παρωδημέν
ου
αιτιατική
τον
παρωδημέν
ο
την
παρωδημέν
η
το
παρωδημέν
ο
κλητική
παρωδημέν
ε
παρωδημέν
η
παρωδημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρωδημέν
οι
οι
παρωδημέν
ες
τα
παρωδημέν
α
γενική
των
παρωδημέν
ων
των
παρωδημέν
ων
των
παρωδημέν
ων
αιτιατική
τους
παρωδημέν
ους
τις
παρωδημέν
ες
τα
παρωδημέν
α
κλητική
παρωδημέν
οι
παρωδημέν
ες
παρωδημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρωδημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρωδώ
Μετοχή
επεξεργασία
παρωδημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παρωδώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρωδημένος