παρρησιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρρησιαστικός < αρχαία ελληνική παρρησιαστικός < παρρησιάζομαι < παρρησία < πᾶς + ῥῆσις
Επίθετο επεξεργασία
παρρησιαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρρησιαστικός
|