παροχετευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροχετευτικός < παροχετεύω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
παροχετευτικός, -ή, -ο
- που έχει σχέση με την παροχέτευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- παροχετευτικότητα
- → δείτε τις λέξεις παροχετεύω, οχετός και έχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παροχετευτικός
|