παρλαπίπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρλαπίπας αρσενικό
- (μειωτικό) αυτός που μιλάει πολύ και κουράζει τους άλλους με τα λεγόμενά του και πετάγεται χωρίς να του απευθύνουν το λόγο (συνήθως σαχλαμάρες)