παριστορέω
(Ανακατεύθυνση από παριστορῶ)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παριστορέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
παριστορέω - παριστορῶ
- ζητώ να μάθω κάτι παρεμπιπτόντως
- διηγούμαι, παρατηρώ συμπτωματικά
παριστορέω - παριστορῶ