Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παριστορέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

παριστορέω - παριστορῶ

  1. ζητώ να μάθω κάτι παρεμπιπτόντως
  2. διηγούμαι, παρατηρώ συμπτωματικά