Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεό < γαλλική paréo < πολυνησιακή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρεό ουδέτερο άκλιτο

  • είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία