Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρεμβατισμός οι παρεμβατισμοί
      γενική του παρεμβατισμού των παρεμβατισμών
    αιτιατική τον παρεμβατισμό τους παρεμβατισμούς
     κλητική παρεμβατισμέ παρεμβατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεμβατισμός < παρεμβατικός + -ισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική interventionnisme)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.rem.va.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρεμ‐βα‐τι‐σμός
παλιότερος συλλαβισμός: παρ‐εμ‐βα‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρεμβατισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία