Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασημείωση οι παρασημειώσεις
      γενική της παρασημείωσης* των παρασημειώσεων
    αιτιατική την παρασημείωση τις παρασημειώσεις
     κλητική παρασημείωση παρασημειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασημειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασημείωση < ελληνιστική κοινή παρασημείωσις < παρά + σημείωσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.siˈmi.o.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρασημείωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία