παρασελήνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασελήνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraselene ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parasélène + -η < αρχαία ελληνική παρά + σελήνη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ra.seˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σε‐λή‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρασελήνη θηλυκό
- (μετεωρολογία) φωτεινό κυκλικό φαινόμενο που παρουσιάζεται στη μία ή και στις δύο πλευρές της σελήνης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασελήνη